ἐμφύονται

ἐμφύονται
ἐμφύ̱ονται , ἐμφύω
implant
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κονιορτώδης — ες (Α κονιορτώδης, ῶδες) [κονιορτός] 1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό 2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾱλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”